- τρήματος
- τρή̱ματος , τρῆμαperforationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FIBULA — Gr. φίβλη, quod ligat, Isid. aliis a figendo, quasi Figula, περόνη, ἐπιβλὴ. Gloss. Fibula, πόρπη, φιβλίον. Mart. quod Fibras. i. e. extremitates vestium constringat, aut quasi Figula, quia figit seu configit, dicta videtur. Eas non tam in… … Hofmann J. Lexicon universale
αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κεφαλονωτιαίος — α, ο φρ. ανθρωπολ. «κεφαλονωτιαίος δείκτης» η σχέση μεταξύ τού εμβαδού τού ινιακού τρήματος, που εκφράζεται σε τετραγωνικά χιλιοστόμετρα, και τού όγκου τού κρανίου, που εκφράζεται σε κυβικά εκατοστόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + νωτιαίος (< … Dictionary of Greek
οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
σύντρητος — ον, Α [συντετραίνω] αυτός που επικοινωνεί με κάποιον άλλον δια μέσου τρήματος … Dictionary of Greek
τρήμα — το / τρῆμα, ΝΜΑ οπή, τρύπα νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα») 2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» τρήματα στην περιοχή τής βάσης τού κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα… … Dictionary of Greek
τρυπανισμός — ο, ΝΑ [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση νεοελλ. ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση … Dictionary of Greek
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek